- βαβαιάξ
- βαβαιάξ, strengthd. for βαβαί, Ar.Ach.64, al.;A
βαβαὶ βαβαιάξ Id.Pax248
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βαβαὶ βαβαιάξ Id.Pax248
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βαβαιάξ — επιφών. (Α) εντονότερος τ. του βαβαί. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. τού βαβαί, που λήγει σε ξ, όπως πολλές ηχομιμητικές λέξεις (πρβλ. βρεκεκέξ, κοάξ, παπαιάξ κ.ά.)] … Dictionary of Greek
βαβαιάξ — βαβαί bless me! indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)